χαλκοχιτων

χαλκοχιτων
    χαλκοχίτων
    χαλκο-χίτων
    -ωνος (ῐ) adj. одетый в медь, в медных доспехах
    

(Τρῶες, Κρῆτες Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χαλκοχιτων" в других словарях:

  • χαλκοχίτων — bronze clad masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί χάλκινη στολή («Τρώων... χαλκοχιτώνων», Ομ. Ιλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χρυσο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοχιτώνων — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτωνα — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτωνας — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτωνες — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτωνι — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτωνος — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»